προσκεφάλι

προσκεφάλι
το, Ν
το προσκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκέφαλο κατά τα ουδ. σε -ι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • αντίψυχο — Στη λαϊκή παράδοση, α. είναι το μαγικό βότανο που χαρίζει τη ζωή και αποτρέπει τον θάνατο. Το α. ονομάζεται και ψυχοβότανο ή μαγιοβότανο. Χαρακτηριστική είναι η φράση έφαγε α. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το α. είναι το φως του καντηλιού ή του κεριού… …   Dictionary of Greek

  • μαξιλάρι — το (Μ μαξιλάριον και μαξιλάριν) μικρός σάκος παραγεμισμένος με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη ύλη, ο οποίος χρησιμεύει για τη στήριξη τού κεφαλιού κατά τον ύπνο ή για ξεκούραση τών μελών τού σώματος, προσκεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάριον, υποκορ …   Dictionary of Greek

  • μαξιλαράκι — το 1. μικρό μαξιλάρι, μικρό προσκεφάλι κρεβατιού 2. μικρό μαξιλάρι πολυθρόνας που χρησιμεύει ως διακοσμητικό στοιχείο ή ως αναπαυτικό στήριγμα τών νώτων 3. πολύ μικρό μαξιλάρι που χρησιμοποιείται από τους ράπτες και τις ράπτριες για να καρφώνουν… …   Dictionary of Greek

  • περικράνιος — α ο / περικράνιος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περικράνιο το περιόστεο που καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια τού κρανίου αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από το κεφάλι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περικράνιον το μαξιλάρι, το προσκεφάλι 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ποτίκρανον — τὸ, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) προσκεφάλι, μαξιλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κρανον (< *κράνον, βλ. κρανίον), πρβλ. περί κρανον] …   Dictionary of Greek

  • τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… …   Dictionary of Greek

  • τύλη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι νεοελλ. υπόστρωμα σάγματος ή σέλας αρχ. 1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου 2. καμπούρα καμήλας, ύβος 3. προσκεφάλι, προσκέφαλο …   Dictionary of Greek

  • προσκέφαλο — προσκέφαλο, το και προσκεφάλι, το το μαξιλάρι: Η κόρη σου πόψε το παραμύθι θα μου ειπεί το τσιγγάνικο πα στο προσκέφαλό μου (Βάρναλης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”